αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… … Dictionary of Greek
Κορόλιοφ, Σεργκέι Πάβλοβιτς — (Sergey Pavlovich Korolyov, Ζιτομίρ 1906 – 1966). Ρώσος επιστήμονας, πρωτοπόρος στη σχεδίαση και στην κατασκευή πυραύλων, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Άρχισε να εργάζεται στην αεροπορική βιομηχανία το 1927. Το 1930 αποφοίτησε από την… … Dictionary of Greek
Λάιν Άιλαντς — (Line Islands = Νησιά της Γραμμής). Συστάδα νησιών (679 τ. χλμ.) της Πολυνησίας στον κεντρικό Ειρηνικό ωκεανό, με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ, μεταξύ 151° και 163° δυτικού μήκους. Διασχίζονται από τη γραμμή του ισημερινού, γι’ αυτό και ονομάστηκαν… … Dictionary of Greek